- αγυιά
- και άγυια / ἀγυιά και ἄγυια, η (Α)1. οδός, δρόμος, λεωφόρος2. θαλάσσιος δρόμος3. σύνολο δρόμων, πόλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγωτύπος μετοχής ενεργ. παρακμ. χωρίς αναδιπλασιασμό με μετακίνηση τού τόνου.ΠΑΡ. ἀγυιαῖος, Ἀγυιάτης, Ἀγυιεύς.ΣΥΝΘ. αρχ. εὐρυάγυιανεοελλ.αγυιόπαιδο].
Dictionary of Greek. 2013.